τρυφεράδα

τρυφεράδα
η
η τρυφερότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυφεράδα — η, Ν τρυφερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • τρυφερότητα — η / τρυφερότης, ητος, ΝΜΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα 2. μτφ. α) στοργή β) ευσπλαγχνία γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος 3. στον πληθ. οι τρυφερότητες μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τρυφερότητα — η 1. αβρότητα, απαλότητα, τρυφεράδα. 2. μτφ., ευαισθησία, συναισθηματικότητα, στοργικότητα. 3. στον πληθ., τρυφερότητες μτφ., ερωτοτροπίες, ερωτικές διαχύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”